οντολογικός

οντολογικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία
2. φρ. α) «οντολογικές επιστήμες» — επιστήμες οι οποίες εξετάζουν τις πραγματικές σχέσεις τών αντικειμένων, όπως είναι λ.χ. η φυσική, η ιστορία και η ψυχολογία
β) «οντολογική απόδειξη τής ύπαρξης τού θεού»
(φιλοσ.) απόδειξη που εισήγαγε στη φιλοσοφία ο Άνσελμος τού Καντέρμπουρυ τον 11ο αιώνα και κατά την οποία από την έννοια τού θεού ως τής υπέρτατης και πληρέστερης ουσίας συνάγεται και η ύπαρξή του, διότι μία ουσία που δεν θα υπήρχε στην πραγματικότητα αλλά μόνον στον νου μας δεν θα ήταν η πληρέστερη όλων.
επίρρ...
οντολογικώς και -ά
με οντολογικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. ontological (< οντολογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οντολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην οντολογία: Οντολογική έρευνα. – Οντολογικές επιστήμες, οι επιστήμες που μελετούν τα αντικείμενα ως πραγματικότητες (Φυσική, Ιστορία, Ψυχολογία κτλ.), αλλ. εξηγητικές ή ερμηνευτικές επιστήμες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηδενισμός — ο 1. η μηδένιση, η αναγωγή στο μηδέν 2. η βαθμολογία με μηδέν 3. στάση απόλυτης άρνησης 4. αντίληψη που αρνείται το σύστημα, τους θεσμούς, την ηθική, την ιδεολογία και τις πολιτιστικές παραδόσεις και αξίες μιας δεδομένης κοινωνίας χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”